παρευθύς

παρευθύς
ΝΜΑ, παρευθύ ΜΑ
επίρρ. αμέσως, στη στιγμή, πάραυτα (α. «και παρευθύς σηκώνεται από χάμου, και τραγουδάει», Σολωμ.
β. «παρευθύς εἰς τὴν Ἰταλίαν ἀποπλεῡσαι», Δίων Κάσσ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρευθύς — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρευθύς — επίρρ. χρον., αμέσως …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Byzantinisches Griechisch — Mittelgriechisch Zeitraum 600–1453 Ehemals gesprochen in Staatsgebiet des Byzantinischen Reichs, südliche Balkanhalbinsel, Süditalien, Kleinasien, Schwarzmeerküste, Ostküste des Mittelmeers und heutiges Ägypten Linguistische Klassifikation Indo… …   Deutsch Wikipedia

  • Mittelgriechisch — Zeitraum 600–1453 Ehemals gesprochen in Staatsgebiet des Byzantinischen Reichs, südliche Balkanhalbinsel, Süditalien, Kleinasien, Schwarzmeerküste, Ostküste des Mittelmeers und heutiges Ägypten Linguistische Klassifikation Indo Europäisch… …   Deutsch Wikipedia

  • Mittelgriechische Sprache — Mittelgriechisch Zeitraum 600–1453 Ehemals gesprochen in Staatsgebiet des Byzantinischen Reichs, südliche Balkanhalbinsel, Süditalien, Kleinasien, Schwarzmeerküste, Ostküste des Mittelmeers und heutiges Ägypten Linguistische Klassifikation Indo… …   Deutsch Wikipedia

  • абиѥ — (857) нар. Тогда, тотчас; теперь: И тоу абиѥ отъкрышѩ || ѥдинъ. отъ златыхъ онѣхъ ларевъ. И начѩша искладати. срачицѣ и свиты цс҃рьскы˫а. Изб 1076, 272 272 об.; и абиѥ вьсѣмъ весла ѡ(т) роукоу испадоша. и вьси отъ страха омьртвѣша. СкБГ XII, 13г; …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • άμα — (Α ἅμα) Ι. (ως επίρρημα) (παροιμιώδης φράση) «ἅμ’ ἔπος ἅμ’ ἔργον», πάραυτα, αμέσως, παρευθύς, στη στιγμή και νεώτ. «εν τω άμα» και «ἐν τῷ ἅμα καὶ τό θάμα» αρχ. (κυρίως με άμεση αναφορά σε χρόνο) 1. αμέσως, συγχρόνως 2. με την ίδια σημασία… …   Dictionary of Greek

  • έκτοτε — (AM ἔκτοτε) επίρρ. από τότε, από εκείνο τον χρόνο αρχ. 1. αμέσως, παρευθύς 2. στο μεταξύ …   Dictionary of Greek

  • αύθι — αὖθι επίρρ. (Α) 1. τοπ. σ αυτό το σημείο, εκεί 2. χρον. αμέσως, παρευθύς 3. αύθις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτόθι, με συλλαβική ανομοίωση. Οι μτγν. του Ομήρου ποιητές το χρησιμοποίησαν με τη σημασία του αύθις*. ΣΥΝΘ. αρχ. αυθιγενής] …   Dictionary of Greek

  • επιτάξ — ἐπιτάξ (Α) [επιτάσσω] επίρρ. 1. κατά σειρά («ἐπιτάξ, ἄλλῳ παρακείμενος ἄλλος [ἀστήρ]», Άρατος) 2. αμέσως, παρευθύς («μὴ ἐπιτὰξ τὰ φάρμακα διδόντ’, ἐὰν μὴ ταῡτα τῇ νόσῳ πρέπῃ», Ευρ.) 3. σύντομα, σε σύντομο χρόνο 4. με διαταγή ή προσυμφωνία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”